- κιτρινίλα
- ηχλομάδα, το χρώμα του κίτρινου: Δεν ξέρω πού οφείλεται η μεγάλη του κιτρινίλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κιτρινίλα — η [κίτρινος] 1. η απόκτηση κίτρινου χρώματος 2. (για πρόσ.) ωχρότητα που προέρχεται από ασθένεια ή από νοσηρή ιδιοσυγκρασία … Dictionary of Greek
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
σαραλίκι — και σαριλίκι, το, Ν αρρώστια που προσβάλλει τους ανθρώπους και πολλά ζώα και η οποία προσδίδει κίτρινη απόχρωση στην όψη τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sari lik «κιτρινίλα»] … Dictionary of Greek